- πέλοιτ'
- πέλοιτο , πέλωcome into existencepres opt mp 3rd sgπέλοιτε , πέλωcome into existencepres opt act 2nd plπέλοιτε , πελάωpres opt act 2nd pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… … Dictionary of Greek